ἄθροισμα
1ἅθροισμα — ἄθροισμα , ἄθροισμα that which is gathered neut nom/voc/acc sg …
2ἄθροισμα — that which is gathered neut nom/voc/acc sg …
3άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… …
4άθροισμα — το, ατος το αποτέλεσμα της άθροισης: Το 12 είναι το άθροισμα των αριθμών 7 και 5 …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5διάτομα — Άθροισμα μικροσκοπικών μονοκύτταρων φυτικών οργανισμών, υποδιαίρεση των κρυπτογάμων. Ονομάζονται και βακιλλαριόφυτα. Χαρακτηρίζονται από το στοιχείο ότι το κυτταρικό τους πρωτόπλασμα και τα συστατικά του (περιλαμβάνονται και τα φαιόχρωμα ή… …
6ἄθροισμ' — ἄθροισμα , ἄθροισμα that which is gathered neut nom/voc/acc sg ἄ̱θροισμαι , ἀθροίζω gather together perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …
7μυξομύκητες ή μυξόφυτα — Άθροισμα ή κλάση απλούστατων φυτικών οργανισμών, που το φυτικό τους σώμα αποτελείται από μια πρωτοπλασματική (πλασμώδιο) πολυπύρηνη και αμέμβρανη μάζα· συναντιούνται συχνότατα στα δάση, πάνω στους κορμούς των δέντρων, στα σαπισμένα φύλλα ή πάνω… …
8ἀθροισμάτων — ἄθροισμα that which is gathered neut gen pl …
9ἀθροίσμασι — ἄθροισμα that which is gathered neut dat pl …
10ἀθροίσμασιν — ἄθροισμα that which is gathered neut dat pl …