ἄητον
1ἄητον — ἄ̱ητον , ἄημι va´ti imperf ind act 2nd dual (epic doric aeolic) ἄημι va´ti pres imperat act 2nd dual (epic) ἄημι va´ti pres ind act 3rd dual (epic doric aeolic) ἄημι va´ti pres ind act 2nd dual (epic doric aeolic) ἄημι va´ti imperf ind act 2nd… …
2άητος — ἄητος, ον (Α) [ἄω] 1. (στον εν. μόνο στη φρ.) «θάρσος ἄητον», ακαταμάχητο θάρρος 2. πληθ. ἄητοι ορμητικοί, βίαιοι, θυελλώδεις …
3ζέφυρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αστραίου και της Ηούς. Από την άρπυια Ποδάργη είχε αποκτήσει τα άλογα του Αχιλλέα, Ξάνθο και Βέλιο, και από τη Χλωρίδα τον Καρπό. Σύμβολό του ήταν το άλογο και στις παραστάσεις του εικονίζεται φτερωτός. Ουσιαστικά,… …
4σύλληψη — η / σύλληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α [συλλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ. γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει… …