ἄειδον
1ἄειδον — ἄ̱ειδον , ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἄ̱ειδον , ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 1st …
2περίπλεκτος — ον, Α [περιπλέκω] (για τα πόδια χορευτών) αυτός που περιπλέκεται, που διασταυρώνεται με άλλους («ἄειδον δ ἄρα πᾱσαι ἐς ἕν μέλος ἐγκροτέοισαι ποσὶ περιπλέκτοις», Θεόκρ.) …