ἄδολος
1ἄδολος — guileless masc/fem nom sg …
2άδολος — η, ο (Α ἄδολος, ον) [δόλος] (για πρόσωπα και ψυχικές διαθέσεις) ο χωρίς δόλο, αγνός, τίμιος, ειλικρινής, απονήρευτος («εἶναι τὰς σπονδάς ἀδόλους καὶ ἀβλαβεῖς», «ἄδολος εἰρήνη») αρχ. 1. (για πράγματα) ανόθευτος, γνήσιος, αμιγής 2. φρ. ἀδόλως και… …
3άδολος — η, ο επίρρ. α απονήρευτος, αδολίευτος: Συνδεόταν μαζί του με άδολη φιλία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀδολώτερον — ἄδολος guileless masc acc comp sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc comp sg ἄδολος guileless adverbial …
5ἀδολωτάτων — ἄδολος guileless fem gen superl pl ἄδολος guileless masc/neut gen superl pl …
6ἀδολώτατα — ἄδολος guileless adverbial superl ἄδολος guileless neut nom/voc/acc superl pl …
7ἀδολώτατον — ἄδολος guileless masc acc superl sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc superl sg …
8ἀδόλως — ἄδολος guileless adverbial ἄδολος guileless masc/fem acc pl (doric) …
9ἄδολον — ἄδολος guileless masc/fem acc sg ἄδολος guileless neut nom/voc/acc sg …
10ἀδολωτάτη — ἄδολος guileless fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …