ἄδεσμος
1άδεσμος — ἄδεσμος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται σε περιορισμό ή υπό επιτήρηση δίχως δεσμά ή φρουρούς («ὁ δ’ εκεῑνον μὲν ἐν ἀδέσμῳ φυλακῃ εἶχε», Θουκ. 3, 34) πρβλ. και το λατ. libera ή liberalis custodia 2. ανοιχτός 3. αυτός από τον οποίο έχει αφαιρεθεί ο… …
2ἄδεσμος — unfettered masc/fem nom sg …
3ἄδεσμον — ἄδεσμος unfettered masc/fem acc sg ἄδεσμος unfettered neut nom/voc/acc sg …
4ἀδέσμοις — ἄδεσμος unfettered masc/fem/neut dat pl …
5ἀδέσμου — ἄδεσμος unfettered masc/fem/neut gen sg …
6ἀδέσμων — ἄδεσμος unfettered masc/fem/neut gen pl …
7ἀδέσμῳ — ἄδεσμος unfettered masc/fem/neut dat sg …
8ἄδεσμα — ἄδεσμος unfettered neut nom/voc/acc pl …
9αδέσμιος — ἀδέσμιος, ον (Α) [ἄδεσμος] ο άδεσμος* …
10αδέσμευτος — η, ο (Μ ἀδέσμευτος, ον) [δεσμεύω] νεοελλ. ο μη δεσμευμένος, αυτός που δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις ή περιορισμούς, που έχει την ελευθερία να ομιλεί ή να πράττει κατά βούληση, ο ελεύθερος μσν. ο άδεσμος* …
- 1
- 2