ἄγῃς
1αγής — Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. Βλ. λ. Άγις. * * * ἀγής, ές (Α) [ἄγος] 1. (αμφίβολος τύπος στον Ιππώνακτα) ένοχος, επικατάρατος 2. (με καλή σημασία) αγνός, ιερός …
2ἁγής — ἁ̱γής , ἁγής guilty masc/fem nom sg …
3Άγης — ο κύρ. όνομα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀγῆς — ἀγάω pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀγάω pres ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀγάζω exalt overmuch fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱γῆς , ἀγή breakage fem gen sg (attic epic ionic) ἀγή 2 fem gen sg (attic epic ionic) …
5Ἄγης — Ἄγις fem nom/voc pl (doric aeolic) …
6ἄγης — ἄγη wonder fem gen sg (attic epic ionic) ἄ̱γης , ἄγνυμι break aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) ἄ̱γης , ἀγάω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱γης , ἀγάω imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἄ̱γης , ἀγάω imperf ind act 2nd sg… …
7ἄγῃς — ἄγη wonder fem dat pl (epic) ἄγω lead pres subj act 2nd sg …
8ὤγης — ἄγης , ἄγη wonder fem gen sg (attic epic ionic) ἄ̱γης , ἀγάω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱γης , ἀγάω imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἄ̱γης , ἀγάω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἄγης , ἀγάω pres ind act 2nd sg …
9παναγής — (I) παναγής, ές (ΑΜ) αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσ αγής]. (II) παναγής, ές (Α) πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος… …
10ευαγής — (I) ές (Α εὐαγής, ές) 1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος 2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής νεοελλ. φρ. «ευαγή ιδρύματα» τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς… …