ἄγωνος
1ἄγωνος — gathering masc/fem nom sg …
2άγωνος — ο (Α ἄγωνος, ον) αυτός που δεν έχει γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γωνία] …
3ἀγῶνος — ἀγών gathering masc gen sg …
4Μουσείο Ιερού Αγώνος 1821 Νικολάου Φαρμάκη (Ναυπάκτου) — Το μικρό αυτό ιδιωτικό ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1979, σε μία αίθουσα 80 τ.μ. περίπου ενός εντυπωσιακού σύγχρονου κτιρίου που μιμείται σχέδιο ενετικής αρχιτεκτονικής (Φαρμάκη 1). Ανήκει στο Νικόλαο Φαρμάκη, τέως βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας …
5Μουσείο Αγώνος ΕΟΚΑ 1955-1959 (Κύπρου) — Σκοπός του μουσείου, το οποίο το έτος 2001 απέκτησε καινούργια πτέρυγα, είναι να διατηρήσει ζωντανή την ανάμνηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελληνοκυπρίων κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας, τον οποίο είχε οργανώσει η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων… …
6ἀγωνότερον — ἄγωνος gathering adverbial comp ἄγωνος gathering masc acc comp sg ἄγωνος gathering neut nom/voc/acc comp sg …
7ἄγωνον — ἄγωνος gathering masc/fem acc sg ἄγωνος gathering neut nom/voc/acc sg …
8ἀγώνοιν — ἄγωνος gathering masc/fem/neut gen/dat dual ἀγών gathering masc gen/dat dual …
9ἀγώνου — ἄγωνος gathering masc/fem/neut gen sg …
10ἀγώνων — ἄγωνος gathering masc/fem/neut gen pl ἀγών gathering masc gen pl …