ἄγχαυρος
1άγχαυρος — ἄγχαυρος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κοντά στο πρωί, προς το τέλος τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + αὔριον] …
2ἄγχαυρος — near the morning masc/fem nom sg …
3ἄγχαυρον — ἄγχαυρος near the morning masc/fem acc sg ἄγχαυρος near the morning neut nom/voc/acc sg …
4aug- — aug English meaning: to glance, see, dawn Deutsche Übersetzung: “glänzen; sehen” Note: Probably Root aug : “ to glance, see, dawn “ derived from Root au̯es : “ to shine; gold, dawn, aurora etc.”. Material: Gk. αὐγή “ shine,… …
5au̯es- — au̯es English meaning: to shine; gold, dawn, aurora etc. Deutsche Übersetzung: “leuchten”, especially vom Tagesanbruch Material: O.Ind. uṣüḥ f. acc. uṣü̆sam, gen. uṣásaḥ “ aurora “, Av. ušü̊ , acc. ušü̊ ŋhǝm, gen.ušaŋhō… …
6άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …
7αύριο — (AM αὔριον) επίρρ. Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα 2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης β) «τάχ αὔριον ἔσσετ ἄμεινον» το μέλλον θα είναι καλύτερο γ) «σήμερ αύριο»… …