ἄγρο-θε
1αγρο(ν)θοκόπητος — η, ο αυτός που δε γροθοκοπήθηκε: Η συμπλοκή γενικεύτηκε και τελικά κανένας δεν έμεινε αγροθοκόπητος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2νεάζω — (Α νεάζω) 1. είμαι νέος 2. σκέπτομαι και ενεργώ σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νεαρό 3. φαίνομαι νεαρός, είμαι σφριγηλός σαν να είμαι νέος αρχ. 1. είμαι πιο νεαρός στην ηλικία σε σύγκριση με άλλο άτομο («ὁ μὲν νεάζων και χρόνῳ μείων γεγώς», Σοφ …
3Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων …
4μπατικιάζω — [μπατίκι] 1. νοικιάζω τον αγρό ή το αμπέλι κάποιου για να τόν καλλιεργήσω για δικό μου όφελος 2. εκμισθώνω αγρό ή αμπέλι …
5νεαίνω — (Α) [νέος] 1. οργώνω αγρό για πρώτη φορά ή καλλιεργώ χέρσο αγρό, νεάζω 2. γίνομαι πάλι νέος, ξανανιώνω …
6Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… …
7буиство — Буйство буиство (2) 1. Смелость, дерзость: ...два солнца помѣркоста, оба багряная стлъпа погасоста, и съ нима молодая мѣсяца, Олегъ и Святъславъ тъмою ся поволокоста и въ морѣ погрузиста, и великое буиство подасть Хинови. 25. И услышавша сына… …
8Βουζύγης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γενάρχης του γένους των Βουζυγών, που πρώτος έζεψε βόδια, καλλιέργησε αγρό και έσπειρε σιτάρι. Το άροτρό του, δώρο της Αθηνάς, το αφιέρωσε στον ναό της. * * * Βουζύγης, ο (Α) 1. επίθετο Αττικού ήρωα που πρώτος έζεψε βόδια 2.… …
9Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… …
10Ισιονόμος — Ἰσιονόμος, ό (Α) πάπ. φύλακας τού ναού τής Ίσιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἴσις + νομος (< νόμος), πρβλ. αγρο νόμος, μελισσο νόμος] …