ἄγρι'

  • 1αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… …

    Dictionary of Greek

  • 2Ἄγρι' — Ἄγριε , Ἄγριος masc voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ἄγρι' — ἄγρια , ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc pl ἄγρια , ἄγριος living in the fields neut nom/voc/acc pl ἄγριε , ἄγριος living in the fields masc voc sg ἄγριε , ἄγριος living in the fields masc/fem voc sg ἄγριαι , ἄγριος living in the… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4ἀγρίφα — ἀγρί̱φᾱ , ἀγρίφη harrow fem nom/voc/acc dual ἀγρί̱φᾱ , ἀγρίφη harrow fem nom/voc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5ἀγρίφη — ἀγρί̱φη , ἀγρίφη harrow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6αγριελιά — και αγρελιά, η 1. ελιά σε άγρια κατάσταση, ο κότινος* τών αρχαίων 2. κλαδί, καρπός ή ξύλο αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρι(ο) + ελιά. ΠΑΡ. αγριελίτικος, αγριελίτσα] …

    Dictionary of Greek

  • 7ζαλάδα — η 1. ζάλη, σκοτοδίνη 2. σκοτούρα, έγνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + άδα* (πρβλ. αγρι άδα, αφηρημ άδα)] …

    Dictionary of Greek

  • 8ισάνθρωπος — ἰσάνθρωπος, ον (ΑΜ) ίσος ή όμοιος με άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άνθρωπος (< ἄνθρωπος), πρβλ. αγρι άνθρωπος, ημι άνθρωπος] …

    Dictionary of Greek

  • 9καλλιέλαιος — (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, ον) ήμερη, καλλιεργημένη ελιά μσν. ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι έλαιος, φιλ… …

    Dictionary of Greek

  • 10καλωπός — καλωπός, ή, όν (Α) αυτός που έχει ωραία όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ωπός (< ωψ, ωπος < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αγρι ωπός, βλοσυρ ωπός] …

    Dictionary of Greek