ἄγρα
1ἄγρα — ἄγρᾱ , ἄγρα hunting fem nom/voc/acc dual ἄγρᾱ , ἄγρα hunting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2-άγρα — παραγωγική κατάληξη τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής, που δημιουργήθηκε από τα σε αγρα σύνθετα και μάλιστα από τα ποδ άγρα, χειρ άγρα, που δηλώνουν νόσημα. Δηλώνει γενικά πάθος, κακότητα, ελάττωμα, όπως αγαθός αγαθάγρα, αγκώνας αγκωνάγρα (=… …
3άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά …
4ἄγρᾳ — ἄγραι , ἄγρα hunting fem nom/voc pl ἄγρᾱͅ , ἄγρα hunting fem dat sg (attic doric aeolic) …
5Ἄγρᾳ — Ἄγραι , Ἄγραι hunting fem nom/voc pl …
6Υδροηλεκτρικός Σταθμός Άγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360), στην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άγρα …
7ἄγρας — ἄγρᾱς , ἄγρα hunting fem acc pl ἄγρᾱς , ἄγρα hunting fem gen sg (attic doric aeolic) …
8ἄγραι — ἄγρα hunting fem nom/voc pl ἄγρᾱͅ , ἄγρα hunting fem dat sg (attic doric aeolic) …
9ἄγραν — ἄγρᾱν , ἄγρα hunting fem acc sg (attic doric aeolic) …
10ἀγρεσίης — ἄγρα hunting fem gen sg (epic ionic) ἀγρεσία fem gen sg (epic ionic) …