ἄγνωστος

  • 81Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 82άγνωρος — κι ανέγνωρος, η, ο 1. αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, άπειρος, αμαθής 2. αυτός που δεν έχει γίνει γνωστός, άγνωστος, ξένος 3. εκείνος που η όψη του έχει αλλοιωθεί από αρρώστια, τον χρόνο κ.λπ., αγνώριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γνωρίζω ή ουσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 83άγνωτος — ἄγνωτος, ον (Α) ο άγνωστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γνωτός. ΠΑΡ. ἀγνωσία αρχ. ἀγνωτίδιον] …

    Dictionary of Greek

  • 84άσημος — η, ο (AM ἄσημος, ον) [σήμα] 1. ο ασήμαντος, ο άγνωστος 2. (για αιγοπρόβατα και βόδια) αυτός που δεν είναι σημαδεμένος, που δεν έχει σημαδευτεί με διακριτικό σημείο αρχ. μσν. ως ουσ. τὸ ἄσημον το ασήμι, ο άργυρος αρχ. 1. ο άργυρος ή ο χρυσός που… …

    Dictionary of Greek

  • 85αΐδηλος — ἀίδηλος, ον (Α) 1. αυτός που καθιστά κάτι αόρατο, ολέθριος, καταστρεπτικός 2. αόρατος, άγνωστος 3. (ως επίθ. τού Αδη) σκοτεινός, ζοφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. < ἀ στερητ. + ἰδ εῖν + επίθημα ηλος. Αρχική σημ. τής λ. πρέπει να ήταν «ο ανυπόφορος… …

    Dictionary of Greek

  • 86αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 87αγνωστικός — ο ο αγνωστικιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἄγνωστος + καταλ. ικός, πρβλ. αγγλ. agnostic] …

    Dictionary of Greek

  • 88αγνώριμος — και ανεγνώριμος, η, ο [γνώριμος] 1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να αναγνωριστεί 2. άγνωστος, ξένος …

    Dictionary of Greek

  • 89αγνώριστος — η, ο (Α ἀγνώριστος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει αλλοιωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι δυνατόν να αναγνωριστεί αρχ. άγνωστος, ανεξακρίβωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γνωρίζω. ΠΑΡ. αγνωρισιά] …

    Dictionary of Greek

  • 90αγνώς — ἀγνώς ( ῶτος), ο, η (Α) 1. (κυρίως για πρόσωπα) άγνωστος 2. (για πράγματα) σκοτεινός, ασαφής, ακατάληπτος 3. άσημος, αφανής 4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν γνωρίζει, που αγνοεί κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γνῶναι] …

    Dictionary of Greek