ἄγνωστος

  • 31ἄγνωτοι — ἄγνωστος unknown masc/fem nom/voc pl ἄγνωτος masc/fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 32ἄγνωτος — ἄγνωστος unknown masc/fem nom sg ἄγνωτος masc/fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 33εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… …

    Dictionary of Greek

  • 34АГНОСТИЦИЗМ — (от греч. а отрицательная приставка, gnosis знание, agnostos недоступный познанию) филос. учение, утверждающее непознаваемость мира. Термин «А.» был введен в 1869 англ. естествоиспытателем Т. Гексли, однако сомнения в способности человека познать …

    Философская энциклопедия

  • 35Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …

    Dictionary of Greek

  • 36άδεικτος — και άδειχτος, η, ο (Α ἄδεικτος, ον) [δεικνύω, δείχνω] νεοελλ. αυτός που δεν δείχτηκε ή δεν μπορεί να δειχτεί, αφανέρωτος, άγνωστος αρχ. (για τον Θεό) αόρατος, αφανής, άγνωστος …

    Dictionary of Greek

  • 37άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 38λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …

    Dictionary of Greek

  • 39Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …

    Dictionary of Greek

  • 40ἀγνωστοτέρα — ἀγνωστοτέρᾱ , ἄγνωστος unknown fem nom/voc/acc comp dual ἀγνωστοτέρᾱ , ἄγνωστος unknown fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)