ἄγλωσσος
1ἄγλωσσος — without tongue masc/fem nom sg …
2άγλωσσος — η, ο (Α ἄγλωσσος, ον) αυτός που δεν έχει γλώσσα αρχ. 1. άφωνος, άλαλος 2. βάρβαρος, βαρβαρόφωνος 3. αυτός που στερείται ευγλωττίας, που δεν έχει ευχέρεια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γλῶσσα. ΠΑΡ. ἀγλωσσία] …
3άγλωσσος — η, ο αυτός που δεν έχει λαλιά, βουβός· μτφ., αυτός που είναι ανίκανος να εκφραστεί σωστά στη γλώσσα του: Οι Έλληνες, μαθαίνοντας στο σχολειό καθαρεύουσα και δημοτική, καταντούσαν άγλωσσοι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀγλώττως — ἄγλωσσος without tongue adverbial (attic) ἄγλωσσος without tongue masc/fem acc pl (attic doric) …
5ἄγλωσσον — ἄγλωσσος without tongue masc/fem acc sg ἄγλωσσος without tongue neut nom/voc/acc sg …
6ἄγλωττον — ἄγλωσσος without tongue masc/fem acc sg (attic) ἄγλωσσος without tongue neut nom/voc/acc sg (attic) …
7ἀγλώσσου — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut gen sg …
8ἀγλώσσων — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut gen pl …
9ἀγλώσσῳ — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut dat sg …
10ἀγλώττοις — ἄγλωσσος without tongue masc/fem/neut dat pl (attic) …