ἄγκυρα

  • 61σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 62υπόπρυμνος — η, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την πρύμνη πλοίου 2. φρ. «υπόπρυμνη άγκυρα» ναυτ. βοηθητική άγκυρα στην πρύμνη πλοίου, που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις πλαγιοδετήσεως τού σκάφους, όταν αυτό βρίσκεται σε λιμάνι το οποίο δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 63υπόπρωρος — η, ο / ὑπόπρῳρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την πλώρη πλοίου 2. φρ. «υπόπρωρη άγκυρα» ναυτ. βοηθητική άγκυρα που είχαν μερικά παλαιά ιστιοφόρα κάτω από τη στείρα τής πλώρης αρχ. (για πλοίο) αυτός που έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 64Αγκυρανό μνημείο — Δίγλωσση επιγραφή του 15 π.Χ. στα ελληνικά και στα λατινικά πάνω σε μάρμαρο, που βρέθηκε στην Άγκυρα σε καλή κατάσταση. Αποτελούσε μέρος του Αυγουσταίου, ναού του αυτοκράτορα Αυγούστου στην Άγκυρα, και αποτελεί αντίγραφο και μετάφραση ενός… …

    Dictionary of Greek

  • 65Θεοδότη — I (5ος αι. π.Χ.). Εταίρα, σύγχρονη της Ασπασίας. Στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα αναφέρεται συζήτησή της με τον Σωκράτη, ο οποίος προσπαθεί να την πείσει πως και στη γυναίκα το πνεύμα είναι πιο σημαντικό από το κάλλος. Κατά τον Αθήναιο, υπήρξε… …

    Dictionary of Greek

  • 66Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …

    Dictionary of Greek

  • 67βιράρω — (λ. ιταλ.), στρέφω τον αργάτη ή το βαρούλκο, για να ανασύρω άγκυρα ή βάρος, τραβώ, σέρνω: Βιράρω την άγκυρα για να ξεκινήσει το πλοίο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 68βροχίζω — ισα 1. πιάνω στο βρόχι. 2. φρ., «Βροχίζω την άγκυρα», δημιουργώ θηλιά στην άγκυρα για να τη σηκώσω από το βυθό …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 69котка — якорь , русск. цслав., ст. слав. котъка ἄγκυρα якорь (Супр.). От названия кошки; см; котва …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 70якорь — род. п. ря, др. русск. якорь (договор Олега 907 г., Пов. врем. лет и др.; см. Срезн. III, 1656). Через др. шв. ankari якорь , др. исл. akkeri из лат. аnсоrа от греч. ἄγκυρα; см. Томсен, Urspr. 135; Тернквист 98 и сл.; Соболевский, ЖМНП, 1886,… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера