ἄγκυρα

  • 41αγκυροβολώ — (Α ἀγκυροβολῶ) ποντίζω, ρίχνω την άγκυρα και ασφαλίζω έτσι το πλοίο κατά την προσόρμισή του αρχ. στερεώνω, γαντζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + βάλλω. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυροβόλιον νεοελλ. αγκυροβόλημα, αγκυροβόληση, αγκυροβόλι, αγκυροβολία] …

    Dictionary of Greek

  • 42αγκυροδέτης — ο αλυσίδα ή σκοινί, με τα οποία στερεώνεται η άγκυρα στο πλοίο (κν. μπότσος). [ΕΤΥΜΟΛ. < άγκυρα + δένω. ΠΑΡ. αγκυροδετώ] …

    Dictionary of Greek

  • 43αγκυρουχία — ἀγκυρουχία, η (Α) συγκράτηση, ασφάλιση τού πλοίου με άγκυρα, αγκυροβολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + ἔχω] …

    Dictionary of Greek

  • 44αγκυρώνω — ορμίζω το πλοίο ρίχνοντας στη θάλασσα την άγκυρα, αράζω, αγκυροβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγκυρα. ΠΑΡ. αγκύρωση] …

    Dictionary of Greek

  • 45αγκύριον — ἀγκύριον, το (Α) [ἄγκυρα] μικρή άγκυρα …

    Dictionary of Greek

  • 46αγκύριος — ἀγκύριος, ον (Α) [ἄγκυρα] αυτός που ανήκει σε άγκυρα …

    Dictionary of Greek

  • 47εμβρύοικος — ἐμβρύοικος, ον (Α) φρ. «ἐμβρύοικος ἄγκυρα» η άγκυρα που βρίσκεται (κατοικεί) μέσα στα βρύα τής θάλασσας …

    Dictionary of Greek

  • 48επικρεμής — ές (Α ἐπικρεμής, ές) νεοελλ. 1. κρεμασμένος πάνω από κάτι, κρεμαστός 2. ναυτ. φρ. «επικρεμής άγκυρα» η άγκυρα που είναι κρεμασμένη από τον κεφαλοδέτη* τού πλοίου και είναι έτοιμη να ποντιστεί αρχ. μτφ. εκκρεμής, αμφίβολος, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < …

    Dictionary of Greek

  • 49ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …

    Dictionary of Greek

  • 50ευτρεπής — ές (ΑΜ εὐτρεπής, ές) έτοιμος, παρασκευασμένος για κάποιο έργο νεοελλ. ναυτ. φρ. «ευτρεπής άγκυρα» η άγκυρα που αναδύθηκε από τη θάλασσα, που απαλλάχθηκε από κάθε περιπλοκή τής αλυσίδας της, που ξενέρισε, η νέτη. επίρρ... εὐτρεπῶς και έως (Α) φρ.… …

    Dictionary of Greek