ἄγκυρα
111αγκυροειδής — ές (Α ἀγκυροειδής) αυτός που έχει σχήμα άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + ειδής < εἶδος] …
112αγκυρομήλη — ἀγκυρομήλη, η (Α) είδος χειρουργικού εργαλείου, καμπυλωτή μήλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + μήλη] …
113αγκυρωτός — ή, ό (Α ἀγκυρωτός, ή, όν) [ἄγκυρα] κυρτός, κυρτωμένος σε σχήμα άγκυρας …
114αγκύλιο — Μικρή ασπίδα που είχε πέσει, κατά τη μυθολογία, από τον ουρανό της Ρώμης επί βασιλείας του Νουμά. Ένας χρησμός ανέφερε πως η έδρα της αυτοκρατορίας θα βρισκόταν πάντα εκεί όπου θα υπήρχε στο μέλλον αυτή η ασπίδα. Ο Νουμάς έβαλε τότε τον επιδέξιο… …
115αγκύλος — η, ο (Α ἀγκύλος, η, ον) κυρτός, καμπύλος, γαμψός αρχ. 1. (για το ύφος τού λόγου) α) στρυφνός, περίπλοκος β) σαφής, λιτός 2. πονηρός, πανούργος 3. αρπακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀγκ όπως και τα αγκάλη, αγκύλη, άγκυρα. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυλοῡμαι,… …
116αγκύρωμα — ἀγκύρωμα το (Μ) η άγκυρα* …
117αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… …
118αγρεύω — (Α ἀγρεύω) νεοελλ. φρ. «αγρεύω την άγκυρα», τήν ανασύρω με τον γρίπο από τον βυθό τής θάλασσας, όπου έπεσε αφού αποσπάστηκε από την αλυσίδα τού πλοίου αρχ. 1. συλλαμβάνω σε κυνήγι ή ψάρεμα, πιάνω 2. επιζητώ, επιδιώκω 3. φρ. «ἀγρεύω τινὰ λόγῳ»,… …
119ακραφετώ — αφήνω στη θάλασσα (κν. αμολάρω) την αλυσίδα και την άγκυρα που βρίσκεται στην άκρη της, λόγω τρικυμίας ή άλλης ανάγκης που επιβάλλει άμεσο απόπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα από τη ναυτική ορολογία < *ακράφετος < ακρο (πρβλ. ακρο (Ι) + άφετος* (<… …
120αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό …