ἄγκυρα

  • 101αγκή — ἀγκή, η (Α) δοτ. πληθ. κατά μεταπλασμό ἀγκάσιν) η αγκάλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα ἀγκ . που απαντά σε λέξεις όπως ἀγκάλη, ἀγκύλος, ἄγκυρα. ἀγκών) …

    Dictionary of Greek

  • 102αγκουρέτο — το μικρή άγκυρα, ο κερκέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγκουρέτα < ιταλ. ancoretta] …

    Dictionary of Greek

  • 103αγκυρίδα — η ραβδί με καμπυλωτή λαβή, μαγκούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀγκυρίς < αρχ. ἄγκυρα] …

    Dictionary of Greek

  • 104αγκυρίδι — το 1. το σιδερένιο άκρο τού αδραχτιού που έχει καμφθεί 2. αγκύλι, γάντζος εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγκυρα ή από το μτγν. ουσ. ἀγκυρίς] …

    Dictionary of Greek

  • 105αγκυρίζω — (Α ἀγκυρίζω) [ἄγκυρα] νεοελλ. προσδένω άγκιστρο στο άκρο αλυσίδας, γαντζώνω, κοτσάρω αρχ. ρίχνω κάποιον κάτω, καταβάλλω, βάζω τρικλοποδιά …

    Dictionary of Greek

  • 106αγκυρίτης — ἀγκυρίτης, ο (Α) (ενν. λίθος) [ἄγκυρα] πέτρα που χρησιμεύει για αγκυροβόληση, είδος πρωτόγονης άγκυρας …

    Dictionary of Greek

  • 107αγκυροβόλιο — το (Α ἀγκυρηβόλιον και ἀγκυροβόλιον) τόπος κατάλληλος για το αγκυροβόλημα πλοίου, αραξοβόλι, όρμος, λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + βάλλω] …

    Dictionary of Greek

  • 108αγκυροβόλο — το μηχάνημα που εξασφαλίζει τη γρήγορη πόντιση τής άγκυρας (αλλιώς αγκυροβολέας). [ΕΤΥΜΟΛ. < άγκυρα + βάλλω. ΠΑΡ. αγκυροβολία] …

    Dictionary of Greek

  • 109αγκυροδέτηση — η [αγκυροδετώ] προσδένω στερεά την άγκυρα στη θέση της, για να μη μετατοπίζεται …

    Dictionary of Greek

  • 110αγκυροδετώ — προσδένω, στερεώνω την άγκυρα με αγκυροδέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκυροδέτης. ΠΑΡ. αγκυροδέτηση] …

    Dictionary of Greek