ἄγγελοι
81Φατσίνι, Πέτρος — (Faccini, Μπολόνια 1562 – 1602). Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης. Μυήθηκε αργά στην τέχνη από τον Α. Καράτσι και ακολούθησε το στιλ της Ακαδημίας της Μπολόνια. Τα πρώτα του έργα είναι: Μαρτύριο του Σαν Λορέντζο (Μπολόνια, Άγιος Ιωάννης στο Μόντε), Η …
82Φόρστερ, Έντουαρντ-Μόργκαν — (Forster, 1879 – 1970). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στο Κέμπριτζ και άρχισε να γράφει τα πρώτα του μυθιστορήματα στα 1905. Διακρίθηκε για τις μεγάλες ικανότητές του στην περιγραφή γεγονότων και καταστάσεων και στα περισσότερα έργα του συνδύαζε το …
83ασώματος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σώμα, αυτός που κόπηκε από το σώμα: Παρουσίαζε ένα τάχα ασώματο κεφάλι που μιλούσε. 2. αυτός που δεν έχει σώμα, άυλος: Οι άγγελοι είναι όντα ασώματα. 3. στον πληθ. το αρσ. ως ουσ., Ασώματοι, οι οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84πνευματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο πνεύμα: Από τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα είναι και η πνευματική ελευθερία. 2. ο άυλος, ο ασώματος: Οι άγγελοι είναι πνευματικά όντα. 3. το αρσ. ως ουσ., ο πνευματικός ο εξομολογητής ιερέας, αλλιώς… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85σεραφείμ — τα (λ. εβρ.), άκλ., ουράνια όντα με έξι φτερούγες, άγγελοι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
86Ангелы — (греч. αγγελοι вестники) по верованиям иудеев, христиан и мусульман, бесплотные сверхъестеств. существа, сотворенные Богом прежде видимого мира, назначение к рых заключается в служении Богу, борьбе с его врагами, воздавании ему почестей и… …
87Архангел — (от др. греч. приставки αρχι главный и αγγελοι вестник, посол, ангел) старший ангел, добрый дух. Термин отсутствует в Ветхом Завете, впервые упоминается в Новом Завете применительно к старшему ангелу. Классификацию небесной иерархии дал визант.… …
88АНАПОДИЗМ — [греч. ἀναποδισμός от ἀναποδίζω двигаться назад, возвращаться], вид визант. церковно певч. композиции эпохи калофонического пения. А., как и анаграмматизм (в рукописях эти термины часто смешиваются и взаимозаменяются), обозначает перестановку… …
89АРХИЕРЕЙСКОЕ БОГОСЛУЖЕНИЕ — [греч. ἀρχιερατικὴ λειτουργία, лат. liturgia pontificalis], в визант. обряде богослужение, совершаемое архиереем (лицом в епископском сане). По апостольскому церковному устройству епископ является главой своей церковной области, символизируя… …
90ВЕЛИКАЯ СУББОТА — [Церковнослав. ; греч. Τὸ ̀λδβλθυοτεΑγιον καὶ Μέγα Σάββατον; лат. Sabbatum Sanctum], суббота накануне Пасхи, когда Церковь вспоминает телесное погребение и сошествие Христа во ад, начиная праздновать Его тридневное Воскресение. События В. с. Вера …