ἄβαρις

  • 21πηλουσιακός — ή, ό / πηλουσιακός, ή, όν, ΝΜΑ [Πηλούσιον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πηλούσιο, στο αρχαίο φρούριο Άβαρις, το οποίο είχαν ιδρύσει οι Ιξώς στον ανατολικό βραχίονα τού Νείλου …

    Dictionary of Greek

  • 22Πηλούσιον — Πόλη της Αιγύπτου κοντά στην παλαιά εκβολή του Νείλου, που γι’ αυτό ο ανατολικός βραχίονάς του ονομάζεται Πηλουσιακός. Η θέση της ήταν τέτοια ώστε έγινε αιτία πολλών στρατιωτικών συγκρούσεων. Το 2000 π.Χ. την κατέλαβαν οι Υξώς, που την οχύρωσαν… …

    Dictionary of Greek