ἄ(ν)-ισος

  • 61ισοδαίμων — ἰσοδαίμων, ον (Α) 1. ίσος, όμοιος με τον θεό, ισόθεος («ἰσοδαίμων βασιλεύς», Αισχύλ.) 2. ίσος με άλλον κατά την ευδαιμονία ή κατά την τύχη («ἰσοδαίμων βασιλεῡσι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δαίμων] …

    Dictionary of Greek

  • 62ισοζυγής — ές (Α ἰσοζυγής, ές) ίσος κατά το βάρος με κάποιον άλλο αρχ. ίσος κατά το μέγεθος («ἰσοζυγέων κυπαρίσσων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ , πρβλ. ἐ ζύγ ην, παθ. αόρ. τού ζεύγνυμι*), πρβλ. μονο ζυγής, νεο ζυγής] …

    Dictionary of Greek

  • 63ισοτερίζω — ἰσοτερίζω (Μ) είμαι ίσος με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσό τερος, συγκρ. βαθμ. τού ἴσος + κατάλ. ίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 64ισόθεος — η, ο (ΑΜ ἰσόθεος, ον) ίσος με θεό (α. «ισόθεος βασιλιάς» β. «ἰσόθεος φώς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. αυτός που αρμόζει σε θεό («ισόθεες τιμές») αρχ. 1. ίσος με αυτόν που ανήκει, που αρμόζει σε θεό («ἰσόθεος τυραννίς», Ευρ.) 2. (για φάρμακα) αποτελεσματικό …

    Dictionary of Greek

  • 65πάρισος — η, ο / πάρισος, ον, ΝΑ 1. σχεδόν ίσος, ισόρροπος («πέλαγος πάρισον τῷ Ποντικῷ», Στράβ.) 2. (στην αρχαία ρητορική) ο ακριβώς ισοζυγισμένος σε μια πρόταση λόγος, αυτός που έχει ίσο αριθμό συλλαβών ή αντιστοιχία λέξεων με την προηγούμενη πρόταση… …

    Dictionary of Greek

  • 66παρολί — το και πάρολη, η όρος τών τυχερών παιχνιδιών που σημαίνει ότι ο παίκτης που κερδίζει δεν αποσύρει τα κέρδη του, αλλά συνεχίζει το παιχνίδι ποντάροντας και πάλι τα κέρδη του μαζί με το αρχικό ποσό που είχε καταθέσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. paroli,… …

    Dictionary of Greek

  • 67περίισος — ον, Α περισσότερος από ίσος, αυτός που περισσεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἴσος] …

    Dictionary of Greek

  • 68σάλι — (I) το, Ν γυναικείο ριχτό ένδυμα για τους ώμους από ορθογώνιο τεμάχιο πλεκτού, υφαντού ή μάλλινου υφάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. schāl]. (II) και σάλιο, το, Ν ναυτ. 1. ελαφρύ πλοίο από μαδέρια που διαλύεται και συναρμογολείται κατά βούληση,… …

    Dictionary of Greek

  • 69όμοιος — α, ο (ΑΜ ὅμοιος, οία, ον, Α αττ. τ. ὁμοῑος, α, ον, επικ. τ. ὁμοίϊος, αιολ. τ. ὔμοιος, αρκαδικός τ. ὑμοῑος, α, ον) 1. αυτός τού οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι το σχήμα, οι διαστάσεις ή οι ιδιότητες, είναι σχεδόν ίδια με τα… …

    Dictionary of Greek

  • 70αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… …

    Dictionary of Greek