ἄ(ν)-ισος

  • 51Isonomía — La isonomía (griego ἰσονομία «igualdad ante la ley» con la idea de reparto)[1] [2] del griego ἴσος isos, igual y νόμος nomos, uso, costumbre, ley [1] es considerada fundamental en la aparición de la futura democracia ateniense. La isonomía es el… …

    Wikipedia Español

  • 52άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… …

    Dictionary of Greek

  • 53άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …

    Dictionary of Greek

  • 54έπισος — ἔπισος, ον (Α) [ίσος] ίσος …

    Dictionary of Greek

  • 55έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …

    Dictionary of Greek

  • 56αναλογία — Στα μαθηματικά λέγεται ότι τέσσερις πραγματικοί αριθμοί, διατεταγμένοι και διάφοροι από το μηδέν, α, β, γ, δ είναι σε α. –και γράφεται α:β = γ:δ– εάν ο λόγος α/β είναι ίσος με τον λόγο γ/δ (π.χ. οι αριθμοί 2, 1, 4, 2 είναι σε α.). Αν οι αριθμοί α …

    Dictionary of Greek

  • 57εξισώνω — (AM έξισῶ, όω) 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῑς τηλοικούτοις ἔργοις», Διόδ. Σικ.) 2. έρχομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλο («ὅκως ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», Ηρόδ.) 3. παθ. είμαι εφάμιλλος, έχω την ίδια …

    Dictionary of Greek

  • 58επίσειον — και επίσιον, το (Α ἐπίσειον και ἐπίσιον) 1. εφήβαιο, το προς την ήβη μέρος τού αιδοίου 2. η τρίχωση τού εφηβαίου, η ήβη 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίσειον το αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την μακρότητα… …

    Dictionary of Greek

  • 59ισήλικος — ἰσήλικος, ίκη, ον (Α) 1. ίσος κατά το μέγεθος 2. ίσος κατά την ηλικία, συνομήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ήλικος (< ἧλιξ), πρβλ. εν ήλικος, ομ ήλικος] …

    Dictionary of Greek

  • 60ισαίομαι — ἰσαίομαι (Α) [ίσος] (μτγν. ποιητ. τ. τού ισάζομαι) 1. ομοιάζω 2. γίνομαι ίσος 3. (το ενεργ.) ἰσαίω (κατά τον Ησύχ.) «ἰσοῑ, ἰσάζει» …

    Dictionary of Greek