ἃς δ' αὔτως

  • 11ORION — Poetis venator est, et satelles Dianae, auditor Atlantis, qui doctrinam de caelestibus motibus, et stellis ex Libya in Graeciam attulit. Nomen eius quidam ab ὥρα, quod significat differentias temporum anni, ver, aeslatem, etc. deducunt. Quamquam… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12PLANCTAE — insulae maris Euxini, apud os, quae et Cyaneae. Herodot. l. 4. Ε῎πλεε ἐπὶ τὰς Κυανἐας καλευμένας, τὰς πρότεροι Πλαγκτὰς Ε῞λληνές φαςιν εἶναι. Scylax Caryand. Αὗται δὲ αἱ Κυανέαι, ἅς λέγουςιν οἱ Ποιηταὶ Πλαγκτὰς πάλαι εἶναι, καὶ διὰ τούτων πρώτην… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13SCORPIUS seu SCORPIO — SCORPIUS, seu SCORPIO unum ex XII. Zodiaci signis, quod a Sole subitur pridie Idus Octobris. Oritur autem eôdem tem pore, quô Orion occidit. Qui Astronomicum poeticum conscripserunt, hunc eum volunt fuisse Scorpium, qui Orionem interemit, cum… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14ασταγής — ἀσταγής, ές (Α) 1. αυτός που δεν στάζει γιατί έχει παγώσει («ἀσταγὴς κρύσταλλος») 2. (ως επίρρ.) όχι σταγόνα σταγόνα αλλά ακράτητα («τὰ δ ἔρρεεν ἀσταγὲς αὔτως» για δάκρυα που ἑτρεχαν ποτάμι, Απ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σταγής < στάζω] …

    Dictionary of Greek

  • 15αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… …

    Dictionary of Greek

  • 16ενδίημι — ἐνδίημι (Α) διεγείρω, εξερεθίζω («οἱ δὲ νομῆες αὔτως ἐνδίεσαν ταχέας κύνας ὀτρύνοντες», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 17εριδαίνω — ἐριδαίνω (Α) [έρις] 1. μαλώνω, λογομαχώ, φιλονεικώ («αὔτως γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν», Ομ. Ιλ.) 2. αγωνίζομαι, διαγωνίζομαι για κάτι, αντιμάχομαι, αμιλλώμαι («εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν», Ομ. Οδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 18ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …

    Dictionary of Greek

  • 19κόλος — κόλος, ον (Α) 1. κολοβός, βραχύς, κοντός («πῆλ αὐτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που τα κέρατά του είναι κομμένα 3. φρ. «κόλος μάχη» ονομασία τού Θ τής Ιλιάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 20ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …

    Dictionary of Greek