ἂν ἐφευρίσκῃ τὰ τέλη

  • 1εφευρίσκω — (ΑΜ ἐφευρίσκω, Α ιων. τ. ἐπευρίσκω) επινοώ κάτι το νέο, κάτι το άγνωστο, κάνω εφεύρεση (α. «ἐφεῡρε δ ἄστρων μέτρα», Σοφ. β. «ο Έντισον εφεύρε τον ηλεκτρικό λαμπτήρα» γ. «εφευρίσκω τρόπο υπεκφυγής») αρχ. 1. βρίσκω, ανακαλύπτω («εἴ που ἐφεύροι… …

    Dictionary of Greek