ἂμ βωμοῖσι τίϑει κατὰ λῖτα πετάσσας

  • 1λις — (I) λίς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη) α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ αυτό έστρωναν κατόπιν τους… …

    Dictionary of Greek