ἁ τεκοῦσα

  • 1Τεκούσα — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στην Άγκυρα. Την έπνιξαν σε μια λίμνη μαζί με τις Αλεξάνδρα, Ευφρασία, Θεοδότη, Ιουλία, Κλαυδία, Ματρώνα και Φαεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Μαΐου …

    Dictionary of Greek

  • 2τεκοῦσα — τίκτω bring into the world aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) τίκτω bring into the world fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3τεκούσας — τεκούσᾱς , τίκτω bring into the world aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic) τεκούσᾱς , τίκτω bring into the world aor part act fem gen sg (doric) τεκούσᾱς , τίκτω bring into the world fut part act fem acc pl (attic epic doric)… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4τεκοῦσ' — τεκοῦσα , τίκτω bring into the world aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) τεκοῦσα , τίκτω bring into the world fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric) τεκοῦσι , τίκτω bring into the world aor part act masc/neut dat pl… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5May 18 (Eastern Orthodox liturgics) — May 17 Eastern Orthodox Church calendar May 19 All fixed commemorations below celebrated on May 31 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes 3 …

    Wikipedia

  • 6επιθάλπω — ἐπιθάλπω (AM) θερμαίνω από πάνω (α. «ἥλιος ἐπιθάλπων γαῖαν» β. «ἐὰν μὴ ἡ τεκοῦσα ἐπιθάλψῃ αὐτά [τά ᾠά]») αρχ. ενθαρύνω, παρηγορώ κατόπιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θάλπω «ζεσταίνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 7κηπεύω — (ΑΜ κηπεύω) [κήπος] καλλιεργώ κήπο, φυτεύω και καλλιεργώ φυτά σε κήπο, καταγίνομαι στην κηπουρική («λάχανα κηπεύοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. μτφ. επιμελούμαι, περιποιούμαι, ανατρέφω («ὅv πόλλ ἐκήπευσ ἡ τεκοῡσα βόστρυχον φιλήμασίν τ ἔδωκεν», Ευρ.) 2 …

    Dictionary of Greek

  • 8ματρώνα — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στην Άγκυρα. Την έπνιξαν σε λίμνη μαζί με τις Αλεξανδρία, Ευφρασία, Θεοδότη, Ιουλία, Κλαυδία, Φαεινή και Τεκούσα. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Μαΐου. 2. Καταγόταν από την Κύζικο και μαρτύρησε …

    Dictionary of Greek

  • 9νεοπαθής — νεοπαθής, ές (Α) αυτός που πρόσφατα υπέπεσε σε πένθος ή σε οδύνη («ἢ τεκοῡσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον, αόρ. β τού πάσχω), πρβλ. πολυ παθής] …

    Dictionary of Greek

  • 10οικτίζω — οἰκτίζω (Α) [οίκτος] 1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, οικτίρω («ὅπως μὴ σ αὐτὸν οἰκτιεῑς ποτέ», Αισχύλ.) 2. μέσ. οἰκτίζομαι α) πενθώ β) εκδηλώνω τη λύπη μου («ὅταν Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς… …

    Dictionary of Greek