ἁ κοιογενὴς

  • 1κοιογενής — κοιογενής, ές, θηλ. και κοιογένεια (Α) (το θηλ. ως επίθ. τής Λητώς) αυτή που γεννήθηκε από τον Κοίον («ἀλλ ἁ κοιογενὴς ὁπότ ὠδίνεσσι θύοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβαινεν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κοῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. διο… …

    Dictionary of Greek

  • 2Κοιογενής — born of Coios masc/fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Κοιηίς — Κοιηΐς, ΐδος, ἡ (Α) Κοιογενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κοῖος, όν. ενός τιτάνα] …

    Dictionary of Greek

  • 4γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …

    Dictionary of Greek