ἁψῐ-κορος
1αψίκορος — η, ο (Α ἁψίκορος, ον) 1. αυτός που χορταίνει γρήγορα 2. ευμετάβλητος, άστατος νεοελλ. ευερέθιστος, οξύθυμος αρχ. αυτός που εύκολα χορταίνει ή ικανοποιεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψι (< άπτω) + κόρος (Ι) < κορέννυμι «χορταίνω»] …