ἁρπαστός
1ἁρπαστόν — ἁρπαστός carried away masc acc sg ἁρπαστός carried away neut nom/voc/acc sg …
2ἁρπαστῶς — ἁρπαστός carried away adverbial …
3τυχάρπαστος — η, ο, Ν (για πρόσ.) αυτός που αναδείχθηκε από την τύχη και τις περιστάσεις και όχι με τις ικανότητές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + αρπάζω (πρβλ. ανεμ άρπαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …
4ἁρπασταί — ἁρπαστής carried away masc nom/voc pl ἁρπαστός carried away fem nom/voc pl …
5ἁρπαστοῦ — ἁρπαστής carried away masc gen sg ἁρπαστός carried away masc/neut gen sg …