ἁρματήλατος
1αρματήλατος — ἁρματήλατος, ον (Α) 1. αυτός που περιστρέφεται δεμένος πάνω σε τροχό («ἁρματήλατον... Ἰξίονα», Ευρ.) 2. δρόμος κατάλληλος για κυκλοφορία αρμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, τος + ηλατος < ελαύνω (πρβλ. αγήλατος, χαλκήλατος). Το η βάσει του νόμου «της …
2ἁρματήλατον — ἁρματήλατος driven round by a chariot masc/fem acc sg ἁρματήλατος driven round by a chariot neut nom/voc/acc sg …
3ἁρματηλάτοις — ἁρματήλατος driven round by a chariot masc/fem/neut dat pl …
4ἁρματηλάτου — ἁρματήλατος driven round by a chariot masc/fem/neut gen sg ἁρματηλάτης charioteer masc gen sg …
5άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… …