ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις
1καγχάζω — (Α καχάζω και μτγν. τ. καγχάζω) 1. γελώ δυνατά, ηχηρά, χαχανίζω 2. γελώ κοροϊδευτικά, κοροϊδεύω, χλευάζω («ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά πιθ. με το καγχαλῶ] …
1καγχάζω — (Α καχάζω και μτγν. τ. καγχάζω) 1. γελώ δυνατά, ηχηρά, χαχανίζω 2. γελώ κοροϊδευτικά, κοροϊδεύω, χλευάζω («ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά πιθ. με το καγχαλῶ] …