ἁνύσας
1ἀνύσας — ἀνύσᾱς , ἀνύω effect aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ἁνύσας — ἁνύσᾱς , ἀνύω effect aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
3συγκαταπαύω — Μ σταματώ και εγώ συγχρόνως («τὴν μνηστήροφονίαν ἀνύσας ὁ ποιητής συγκαταπαύει καὶ τὸ βιβλίον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταπαύω «παύω κάτι εντελώς, σταματώ»] …
4τρόπιδα — η / τρόπις, ιδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρόπις Ν, τ. γεν. και εως και ιων. τ. γεν. ιος, Α ισχυρή δοκός που αποτελεί το κατώτατο τμήμα τού σκελετού τών πλοίων και εκτείνεται από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, κν. καρένα ή καρίνα νεοελλ. 1. ζωολ. λεπτή… …
5χαλκισμός — ὁ, Α [χαλκίζω] είδος παιχνιδιού, η χαλκίνδα* («ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῡ νομίσματος στροφὴ καὶ σύντονος περιδίνησις, μεθ ἧν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ νόμισμα εἰς ὅσον τάχος πρὶν ἢ καταπέσειν καὶ ὁ τοῡτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν… …