ἁμαξιαῖα
1ἁμαξιαῖα — ἁμαξιαῖος large enough to load a wagon neut nom/voc/acc pl …
2αμαξιαίος — ἁμαξιαῖος και ξαῖος, α, ον (Α) 1. αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μιαν άμαξα 2. φρ. «ἁμαξιαῖα ρήματα», πομπώδεις φράσεις, παχιά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. ιαῖος, ο δε τ. ἁμαξαῖος < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. αῖος] …