ἁμαξίτης
1αμαξίτης — ἁμαξίτης, ο (Α) τής άμαξας, για άμαξα «ἁμαξίτης φόρτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. ίτης] …
2άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) …
3ἁμαξιτέων — ἁμαξῑτέων , ἁμαξίτης of masc gen pl (epic ionic) …
4ἁμαξιτῶν — ἁμαξῑτῶν , ἁμαξίτης of masc gen pl ἁμαξιτός ibo masc/fem/neut gen pl …