ἁμαξάριον

  • 1αμαξάριον — ἁμαξάριον, το (Μ) μικρή άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + παραγ. κατάλ. άριον] …

    Dictionary of Greek

  • 2άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) …

    Dictionary of Greek