ἁμάμαξῠς
1αμάμαξυς — ἀμάμαξυς ( υος και υδος), η (Α) κληματαριά που στηρίζεται σε δύο πασσάλους 2. χωλός που στηρίζεται σε δύο βακτηρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολογίας. Απαντά και τ. άμάμαξυς με δασεία κατά παρετυμολογική σύνδεση με το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως,… …
2ἁμάμαξυς — vine trained on two poles fem nom sg ἁμάμαξυς vine trained on two poles fem nom sg …
3ἁμάμαξυν — ἁμάμαξυς vine trained on two poles fem acc sg …
4ψευδαμάμαξυς — αμάξυος, ὁ, Α ψευδής άμπελος, φυτό που μοιάζει με κλήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἁμάμαξυς «άμπελος»] …