ἁλύκη
1ἁλύκη — ἀλύκη , ἀλύκη fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱λύκη , ἀλύζω socket for plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱λύκη , ἀλύζω socket for plup ind act 1st sg (doric aeolic) …
2ἀλύκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱λύκη , ἀλύζω socket for plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱λύκη , ἀλύζω socket for plup ind act 1st sg (doric aeolic) …
3αλυκή — Βλ. λ. αλάτι. * * * η ειδική αβαθής δεξαμενή, μέσα στην οποία πραγματοποιείται η ηλιακή εξάτμιση τού θαλασσινού νερού για την παραγωγή αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἁλυκός*. Η σημερινή σημασία της λ. είναι νεώτερη και πιθ. προέρχεται από τη… …
4αλύκη — Βλ. λ. αλάτι. * * * ἀλύκη, η (Α) [ἀλύω] ο αλυσμός* …
5αλυκή — η έκταση στην παραλία κατάλληλα διασκευασμένη στην οποία, με εξάτμιση του θαλασσινού νερού, φτιάχνεται αλάτι: Στη χώρα μας έχουμε αρκετές αλυκές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ἁλυκῇ — ἁλυκός salt fem dat sg (attic epic ionic) …
7ἁλυκή — ἁλυκός salt fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
8ἀλύκην — ἀλύκη fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱λύκην , ἀλύζω socket for plup ind act 1st sg (doric aeolic) …
9ἀλύκης — ἀλύκη fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱λύκης , ἀλύζω socket for plup ind act 2nd sg (doric aeolic) …
10Moudros — Stadtgemeinde Moudros (1997–2010) Δήμος Μούδρου (Μούδρος) …