ἁλόθεν

  • 1αλόθεν — ἁλόθεν επίρρ. (Α) από τη θάλασσα, από το μέρος τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + επιρρ. κατάλ. θεν] …

    Dictionary of Greek

  • 2ἁλόθεν — from the sea indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… …

    Dictionary of Greek