ἁλίᾳ
1Ἁλία — Ἁλίᾱ , Ἁλίη fem nom/voc/acc dual Ἁλίᾱ , Ἁλίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἁλία — ἁ̱λίᾱ , ἅλιος 1 of the sea fem nom/voc/acc dual ἁ̱λίᾱ , ἅλιος 1 of the sea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἁλίᾱ , ἅλιος 2 fruitless fem nom/voc/acc dual ἁλίᾱ , ἅλιος 2 fruitless fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἁλίᾱ , ἁλία assembly of …
3ἁλίᾳ — ἁ̱λίᾱͅ , ἅλιος 1 of the sea fem dat sg (attic doric aeolic) ἁλίᾱͅ , ἅλιος 2 fruitless fem dat sg (attic doric aeolic) ἁλίαι , ἁλία assembly of people fem nom/voc pl ἁλίᾱͅ , ἁλία assembly of people fem dat sg (attic doric aeolic) ἁλίᾱͅ , ἁλίη fem… …
4αλία — I Ονομασία της εκκλησίας του δήμου σε πολλές δωρικές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη. H α. δεν είχε απεριόριστη εξουσία όπως η εκκλησία του δήμου στην εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας. II (halia). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά …
5Ἁλίᾳ — Ἁλίαι , Ἁλίη fem nom/voc pl Ἁλίᾱͅ , Ἁλίη fem dat sg (attic doric aeolic) …
6ἁλιᾶ — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg (attic) …
7Ἁλιά — Ἁλιάς fem voc sg …
8ἁλιά — ἅλιας fem voc sg ἁλιάς of fem voc sg …
9ἅλια — ἅ̱λια , ἅλιος 1 of the sea neut nom/voc/acc pl ἅ̱λια , ἅλιος 1 of the sea neut nom/voc/acc pl ἅλιος 2 fruitless neut nom/voc/acc pl …
10κακ(κ)αλία — κακ(κ)αλία, ἡ (Α) 1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό 2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς] …