ἁλύω

  • 61αλυσθμαίνω — ἀλυσθμαίνω (Α) αλυσθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλυσθαίνω* < ἀλύω] …

    Dictionary of Greek

  • 62αλυσμός — ο και άλυσις έως, η (Α ἀλυσμός) (ιδιαίτερα για ασθενείς) στενοχώρια, δυσφορία, ανησυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσμώδης] …

    Dictionary of Greek

  • 63αλυχή — ἀλυχή, η (Α) «αλυσμός», αδημονία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συγγενής ετυμολογικά με το ρήμα ἀλύω* «είμαι ταραγμένος»] …

    Dictionary of Greek

  • 64αλύκη — Βλ. λ. αλάτι. * * * ἀλύκη, η (Α) [ἀλύω] ο αλυσμός* …

    Dictionary of Greek

  • 65αλύσκω — ἀλύσκω (Α) (ποιητική λέξη) 1. αποφεύγω, κρατιέμαι μακριά από κίνδυνο 2. διαφεύγω, διασώζομαι φεύγοντας 3. είμαι ανήσυχος, περιφέρομαι αδιάκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω. ΠΑΡ. αρχ. ἄλυξις, ἀλυσκάζω] …

    Dictionary of Greek

  • 66αλύσσω — ἀλύσσω (Α) είμαι ανήσυχος, δυσφορώ, έχω αγωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός που συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλύκη] …

    Dictionary of Greek

  • 67πυρακτώ — (I) έω, Α 1. στρέφω, αναστρέφω ξύλο στη φωτιά για να γίνει πιο σκληρό 2. κάνω κάτι κόκκινο σαν τη φωτιά 3. ανάβω, καίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. πυρακτῶ αποτελεί εκφραστικό παρ. σε κτ ῶ ενός ρ. πυράζω* (< πῦρ), πρβλ. ἀλυ …

    Dictionary of Greek

  • 68συναλύω — Α περιφέρομαι, περιπλανώμαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀλύω «περιφέρομαι, περιπλανιέμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 69ՎԵՀԵՐԵՄ — (եցի.) NBH 2 0800 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c, 14c չ. ՎԵՀԵՐԵՄ ՎԵՀԵՐԻՄ ՎԵՀԵՐԵՒԵԼ ՎԵՀԵՐԵՒԻԼ. δείλω, δειλιάω, ἁλύω timeo, paveo, trepido, formido ἁπογινώσκω despero ἁποκάμνω defatigo, deficior ὁκνέω …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 70ՎԵՀԵՐԵՒԵՄ — ( ) NBH 2 0800 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c, 14c չ. ՎԵՀԵՐԵՄ ՎԵՀԵՐԻՄ ՎԵՀԵՐԵՒԵԼ ՎԵՀԵՐԵՒԻԼ. δείλω, δειλιάω, ἁλύω timeo, paveo, trepido, formido ἁπογινώσκω despero ἁποκάμνω defatigo, deficior ὁκνέω ,… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)