ἁλύω
51ἐπαναλύει — ἐπί , ἀνά ἀλύω to be deeply stirred pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπί , ἀνά ἀλύω to be deeply stirred pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπί , ἀνά λυάω pres imperat act 2nd… …
52ἐπαναλύουσιν — ἐπί , ἀνά ἀλύω to be deeply stirred pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπί , ἀνά ἀλύω to be deeply stirred pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐπί ἀναλύω cause to wander pres part act… …
53ἐπικαταλύει — ἐπί , κατά ἀλύω to be deeply stirred pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπί , κατά ἀλύω to be deeply stirred pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπί , κατά λυάω pres imperat act… …
54Обманы чувств — (галлюцинации, иллюзии). В основе всех наших представлений о внешнем мире лежат восприятия, получаемые нами благодаря раздражению органов чувств зрения, слуха, осязания, обоняния и вкуса. Каждый из них обладает способностью воспринимать падающие… …
55άλυς — (τουρκ. Κιζίλιρμακ ή Κιζίλ ιρμάκ = κόκκινος χείμαρρος). Ο μεγαλύτερος ποταμός (1.151 χλμ.) της Μικράς Ασίας. Πηγάζει από το Κιοσένταγ, στα όρη μεταξύ Πόντου και Καππαδοκίας, κατευθύνεται ΝΔ και αφού φτάσει περίπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας,… …
56άλυσις — ἄλυσις ( εως), η (Α) [ἀλύω] βλ. αλυσμός …
57αλάλυγξ — ἀλάλυγξ ( υγγος), η (Α) λυγμός, πνιγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με β΄ συνθ. τα ουσ. λύγξ «λόξυγγας». Το α’ συνθ. τής λ. είναι άγνωστο. Πιθανόν να συνδέεται με το ἀλαλὰ* ή να έχει σχέση με το ρ. ἀλῶμαι* «περιφέρομαι» ή ἀλύω* «είμαι… …
58αλέομαι — ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α) 1. απομακρύνω, αποφεύγω 2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *ἀλεF ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. τού Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι …
59αλυκτώ — (I) ἀλυκτῶ ( έω) (Α) [ἀλύω] βλ. αλυκτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλυκτὸς < ἀλυκ , θ. τού ρ. ἀλύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυκτάζω]. (II) ( εω) (Α ἀλυκτῶ) υλακτώ* (για νεοελλ. ερμηνεύματα βλ. αλυχτώ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακτώ, με αμοιβαία μετάθεση τών φωνηέντων υ και …
60αλυσθαίνω — ἀλυσθαίνω και ἀλυσταίνω (AM) 1. είμαι ασθενής ή αδύνατος 2. έχω αγωνία, ανυπομονησία, αδημονώ 3. αισθάνομαι ανία, βαρυθυμώ, ασθενώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω, πιθ. κατ’ επίδραση τής λ. ἀσθενής. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσθμαίνω] …