ἁλμυρὸς καὶ π

  • 1αλμυρός — αλμυρός, ή, ό και αρμυρός, ή, ό 1. αυτός που έχει πολύ αλάτι: Το φαγητό είναι πολύ αλμυρό. 2. μτφ., ακριβός, δαπανηρός: Έχει καλά πράγματα, αλλά οι τιμές του είναι αλμυρές. 3. το ουδ. ως ουσ., το αλμυρό το αλίπαστο: Έφαγα αλμυρά και δε χορταίνω… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… …

    Dictionary of Greek

  • 3υφαλυκός — και ύφαλικός, ή, όν, Α ο κάπως αλμυρός, υφάλμυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἁλυκός / ἁλικός «αλμυρός»] …

    Dictionary of Greek

  • 4αλμυρόγλυκος — και αρμυρόγλυκος, η, ο αυτός που έχει γεύση αλμυρή και γλυκιά μαζί, ο αρμυρόγλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλμυρός + γλυκός] …

    Dictionary of Greek

  • 5αλμυρόπικρος — και αρμυρόπικρος η, ο αυτός που έχει γεύση αλμυρή και πικρή μαζί, ο πικράλμυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλμυρός + πικρός] …

    Dictionary of Greek

  • 6σάλτσα — και σάρτσα, η, Ν 1. μίγμα θρεπτικών ουσιών υγρής ή ημίρρευστης σύστασης με αρτυματικά, τομάτα, μανιτάρια, λιπαρά συστατικά, κρασί και ενδεχομένως τυρί ή γάλα, με το οποίο περιχύνονται φαγητά ή προστίθεται σε αυτά κατά το μαγείρεμα για να γίνουν… …

    Dictionary of Greek

  • 7αλμύρα — και αρμύρα, η [αλμυρός] 1. αλμυρή ή υφάλμυρη γεύση, αλμυρότητα, αλμυράδα 2. λεπτό επίστρωμα αλατιού που απομένει από την επαφή με τη θάλασσα 3. πολύ ακριβός, πανάκριβος …

    Dictionary of Greek

  • 8κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …

    Dictionary of Greek

  • 9πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… …

    Dictionary of Greek

  • 10-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… …

    Dictionary of Greek