ἁλμυρὸς καὶ π
41αλμυρούτσικος — αλμυρούτσικος, η, ο και αρμυρούτσικος, η, ο υποκορ. του αλμυρός ή αρμυρός: Το ψάρι είναι αλμυρούτσικο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы
41αλμυρούτσικος — αλμυρούτσικος, η, ο και αρμυρούτσικος, η, ο υποκορ. του αλμυρός ή αρμυρός: Το ψάρι είναι αλμυρούτσικο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)