ἁλμυρὸς καὶ π

  • 31άλμη — η (Α ἅλμη) (νεοελλ. και άρμη) 1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό τής αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση 2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού 3. νερό μέσα στο οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 32φταρμός — (I) ο, Ν φτάρμισμα, βασκανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός, με σίγηση τού αρκτικού ο , τροπή τού συμπλέγματος –φθ σε φτ (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοιωτική τροπή τού λ σε ρ (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός), βλ. και λ. φταρμίζω]. (II) ο, Ν βλ. πταρμός …

    Dictionary of Greek

  • 33Σκαφιδάκι — Πεδινός οικισμός (671 κάτ., υψόμ. 50 μ.), στην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (19 τ. χλμ., 761 κάτ.) και βρίσκεται νοτιοδυτικά του Άργους. Σ’ αυτήν υπάγονται διοικητικά ο Αλμυρός (20 κάτ.) και τα Διχαλιά… …

    Dictionary of Greek

  • 34GR-43 — Präfektur Magnisia Νομός Μαγνησίας Basisdaten Staat: Griechenland …

    Deutsch Wikipedia

  • 35Magnisia — Präfektur Magnisia (1899–1909, 1947–2010) Νομός Μαγνησίας Basisdaten (April 2010)[1] Staat …

    Deutsch Wikipedia

  • 36λάβρα — η 1. ισχυρός καύσωνας, μεγάλη ζέστη, κάψα, υπερβολική θερμότητα 2. μτφ. ψυχική υπερδιέγερση, μεγάλος καημός, έξαψη 3. φρ. «φωτιά και λάβρα» α) αφόρητη ζέστη β) μεγάλη στενοχώρια, καημός γ) μεγάλη ακρίβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. λάβρος, κατά τα …

    Dictionary of Greek

  • 37σολονέτς — το, Ν (εδαφολ.) αλόμορφο ή νατριούχο έδαφος που χαρακτηρίζεται από την παρουσία νατρίου μέσα στο εδαφικό διάλυμα και συγκρατείται στο εδαφικό απορροφητικό σύμπλοκο σε σημαντική ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. solonetz < ρωσ. solonets (<… …

    Dictionary of Greek

  • 38υφαλμυρίζω — ὑφαλμυρίζω, ΝΑ, και υφαρμυρίζω Ν (αμτβ.) είμαι κάπως αλμυρός, έχω αλμυρή γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἁλμυρίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 39φταρμίζω — Ν βασκαίνω, ματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμίζω (< οφθαλμός) με σίγηση τού αρκτικού ο , τροπή τού συμπλέγματος φθ σε φτ (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοίωση τού λ σε ρ (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 40αλμυρίζω — και αρμυρίζω ισα, ίστηκα, ισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι αλμυρό βάζοντας αλάτι: Το αλμύρισες πολύ το φαγητό. 2. αμτβ., είμαι ή γίνομαι αλμυρός: Έτσι που αλμύρισε το χοιρινό δεν τρώγεται. 3. τρώω αλμυρά: Θέλησε ν αρμυρίσει κι έφαγε λίγο λακέρδα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)