ἁλιμυρήεις
1αλιμυρήεις — ἁλιμυρήεις, εσσα, εν (Α) (για ποταμό) αυτός που εκβάλλει στη θάλασσα με πάταγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + μύρω «στάζω, σταλάζω, ρέω»] …
2ἁλιμυρήεις — ἁλιμῡρήεις , ἁλιμυρήεις flowing into the sea masc nom sg …
3ἁλιμυρήεντα — ἁλιμῡρήεντα , ἁλιμυρήεις flowing into the sea neut nom/voc/acc pl ἁλιμῡρήεντα , ἁλιμυρήεις flowing into the sea masc acc sg …
4αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …
5αλιμυρής — ἁλιμυρής, ές (Α) 1. ο αλιμυρήεις* 2. αλμυρός 3. αυτός που περιβρέχεται, που κατακλύζεται από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + μύρω «στάζω, σταλάζω, ρέω»] …
6μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… …
7ἁλιμυρηέντων — ἁλιμῡρηέντων , ἁλιμυρήεις flowing into the sea masc/neut gen pl …
8ἁλιμυρήεντες — ἁλιμῡρήεντες , ἁλιμυρήεις flowing into the sea masc nom/voc pl …
9ἁλιμυρήεντος — ἁλιμῡρήεντος , ἁλιμυρήεις flowing into the sea masc/neut gen sg …
10ἁλιμυρήεσσα — ἁλιμῡρήεσσα , ἁλιμυρήεις flowing into the sea fem nom/voc sg …