ἁλιεύς
1ἁλιεύς — one who has to do with the sea masc nom sg …
2αλιεύς — ( έως), ο (Α ἁλιεύς) 1. αυτός που αλιεύει ψάρια, σπόγγους, κοράλλια κ.λπ., ο ψαράς 2. αυτός που με ζέση επιζητεί, επιδιώκει, συλλέγει κάτι αρχ. 1. θαλασσινός, ναυτικός, ναύτης 2. ως επίθ. θαλάσσιος, ναυτικός 3. είδος ψαριού, το είδος Lophius… …
3Αλιεύς ή Αλιέας — Μυθικός ήρωας των Φοινίκων, ο οποίος κατά την παράδοση επινόησε την αλιευτική τέχνη …
4ἁλιῆ — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc nom/voc/acc dual ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg …
5ἁλιεῦ — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc voc sg …
6ἁλιοῖν — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc gen/dat dual (attic epic doric) …
7ἁλιᾶ — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg (attic) …
8ἁλιᾶς — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc pl …
9ἁλιῆα — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg (epic ionic) …
10ἁλιῆας — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc pl (epic ionic) …