ἁλιεία
1ἁλιεία — ἁλιείᾱ , ἁλίειος fisher s fem nom/voc/acc dual ἁλιείᾱ , ἁλίειος fisher s fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἁλιείᾱ , ἁλιεία fishing fem nom/voc/acc dual ἁλιείᾱ , ἁλιεία fishing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἁλιείᾳ — ἁλιείᾱͅ , ἁλίειος fisher s fem dat sg (attic doric aeolic) ἁλιείᾱͅ , ἁλιεία fishing fem dat sg (attic doric aeolic) …
3Ἁλιεῖα — festival of the Sun neut nom/voc/acc pl …
4Ἁλίεια — festival of the Sun neut nom/voc/acc pl …
5αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …
6αλιεία — η 1. το ψάρεμα ψαριών ή άλλων θαλασσινών (σφουγγαριών, κοραλλιών κτλ.): Η αλιεία γίνεται κυρίως με αγκίστρια και με δίχτυα. 2. μτφ., προσπάθεια προσέλκυσης: Γυρίζει στα χωριά για αλιεία ψήφων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7ἁλίεια — ἁλίειος fisher s neut nom/voc/acc pl …
8ἁλιείας — ἁλιείᾱς , ἁλίειος fisher s fem acc pl ἁλιείᾱς , ἁλίειος fisher s fem gen sg (attic doric aeolic) ἁλιείᾱς , ἁλιεία fishing fem acc pl ἁλιείᾱς , ἁλιεία fishing fem gen sg (attic doric aeolic) …
9ἁλιείαν — ἁλιείᾱν , ἁλίειος fisher s fem acc sg (attic doric aeolic) ἁλιείᾱν , ἁλιεία fishing fem acc sg (attic doric aeolic) …
10Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …