ἁλείᾳ
1ἀλεία — ἀλείᾱ , ἀλεία wandering about fem nom/voc/acc dual ἀλείᾱ , ἀλεία wandering about fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἁλεία — ἁλείᾱ , ἁλεία fem nom/voc/acc dual ἁλείᾱ , ἁλεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3αλεία — ἁλεία, η (Α) η αλιεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἁλιεία, πρβλ. και το σχήμα ὑγιεία ὑγεία. ΠΑΡ. νεοελλ. αλειά] …
4ἀλείᾳ — ἀλείᾱͅ , ἀλεία wandering about fem dat sg (attic doric aeolic) …
5ἁλείᾳ — ἁλείᾱͅ , ἁλεία fem dat sg (attic doric aeolic) …
6αλειά — η [ἁλεία] η συγκομιδή από το ψάρεμα, τα αλιευμένα ψάρια, η ψαριά …
7ἁλείας — ἁλείᾱς , ἁλεία fem acc pl ἁλείᾱς , ἁλεία fem gen sg (attic doric aeolic) …
8ἁλείαν — ἁλείᾱν , ἁλεία fem acc sg (attic doric aeolic) …
9αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… …