ἁδρότης
1αδροτής — ἁδροτής, η (Α) βλ. ἁδρότητα …
2ἁδροτής — vigour fem nom sg …
3ἁδρότης — ἁδροτής vigour fem nom sg …
4ἁδροτῆτα — ἁδροτής vigour fem acc sg …
5ἁδρότητα — ἁδροτής vigour fem acc sg …
6ἁδρότητι — ἁδροτής vigour fem dat sg …
7ἁδρότητος — ἁδροτής vigour fem gen sg …
8αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… …
9αδρότητα — η (Μ ότης, Α ἁδροτής, ῆτος) [ἁδρὸς] αρχ. νεοελλ. 1. σφρίγος, σθένος, δύναμη, ιδίως σωματική 2. μεστότητα, ωριμότητα, ωρίμανση μσν. αφθονία …