ἁγνότης
1ἁγνότης — purity fem nom sg …
2ἁγνότητα — ἁγνότης purity fem acc sg …
3ἁγνότητι — ἁγνότης purity fem dat sg …
4ἁγνότητος — ἁγνότης purity fem gen sg …
5αγνότητα — Ηθικοθρησκευτική έννοια που οι διάφοροι πολιτισμοί τής έδωσαν διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα μπορούσε να οριστεί γενικά ως αποχή από τη σεξουαλική επαφή, είτε σχετική (μεταξύ αγάμων, συγγενών, μελών της ίδιας πατριάς κλπ.) είτε απόλυτη …